νομιμότητα
[nomiˈmotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Rechtmäßigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fνομιμότηταLegalitätθηλυκό | Femininum, weiblich fνομιμότηταGesetzmäßigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fνομιμότητανομιμότητα