νοικοκυριό
[nikokjiˈrjo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Haushaltαρσενικό | Maskulinum, männlich mνοικοκυριόνοικοκυριό
exemples
- νοικοκυριό ενός ατόμουEinpersonenhaushaltαρσενικό | Maskulinum, männlich mSinglehaushaltαρσενικό | Maskulinum, männlich m