νευρωτικός
[nevrotiˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, νευρωτική, νευρωτικόVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- neurotischνευρωτικόςνευρωτικός
νευρωτικός
[nevrotiˈkos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Neurotikerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fνευρωτικόςνευρωτικός