Νεοελληνικά
[neoeliniˈka]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Neugriechischουδέτερο | Neutrum, sächlich nΝεοελληνικάΝεοελληνικά
- Griechischunterrichtαρσενικό | Maskulinum, männlich mΝεοελληνικά σε σχολείοΝεοελληνικά σε σχολείο