νεκρώνω
[neˈkrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
νεκρώνω
[neˈkrono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -θηκα; -μένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- absterbenνεκρώνω παύω να λειτουργώ, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφνεκρώνω παύω να λειτουργώ, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- erlahmenνεκρώνω περιέρχομαι σε κατάσταση απραξίαςνεκρώνω περιέρχομαι σε κατάσταση απραξίας