νεανικός
[neaniˈkos], νεανική, νεανικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- jugendlichνεανικόςνεανικός
exemples
- νεανικά χρόνιαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplJugendjahreπληθυντικός | Plural pl
- νεανική τηλεοπτική εκπομπήθηλυκό | Femininum, weiblich f τηλεόραση | FernsehenτηλJugendsendungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- νεανικό όνειροουδέτερο | Neutrum, sächlich nJugendtraumαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples