ναυαγώ
[navaˈɣo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-είς; -ησα; -ισμένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Schiffbruch erleidenναυαγώ ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτναυαγώ ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ
- scheiternναυαγώ αποτυγχάνω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφναυαγώ αποτυγχάνω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ