ναρκωτικό
[narkotiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Betäubungsmittelουδέτερο | Neutrum, sächlich nναρκωτικό ιατρική | Medizinιατρναρκωτικό ιατρική | Medizinιατρ
- Drogeθηλυκό | Femininum, weiblich fναρκωτικό ναρκωτική ουσίαRauschgiftουδέτερο | Neutrum, sächlich nναρκωτικό ναρκωτική ουσίαναρκωτικό ναρκωτική ουσία