νέφος
[ˈnefos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Wolkeθηλυκό | Femininum, weiblich fνέφος σύννεφονέφος σύννεφο
- Smogαρσενικό | Maskulinum, männlich mνέφος υψηλή συγκέντρωση ρύπωννέφος υψηλή συγκέντρωση ρύπων
exemples
- νέφος καυσαερίουAbgaswolkeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- νέφος κονιορτούStaubwolkeθηλυκό | Femininum, weiblich f