„νέα“: πληθυντικός ουδετέρου νέα [ˈnea]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Neue Neue(s)ουδέτερο | Neutrum, sächlich n νέα νέα exemples τι νέα (έχουμε); was gibt’s Neues? τι νέα (έχουμε); τι νέα έχεις; was hast du für Neuigkeiten? τι νέα έχεις;