„μυθικός“ μυθικός [miθiˈkos], μυθική, μυθικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) mythisch, großartig, sagenhaft mythisch μυθικός μυθικός großartig, sagenhaft μυθικός εξαιρετικός μυθικός εξαιρετικός exemples μυθικό πλάσμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n Fabeltierουδέτερο | Neutrum, sächlich n Fabelwesenουδέτερο | Neutrum, sächlich n μυθικό πλάσμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n