„μπόλικος“ μπόλικος [ˈbolikos], μπόλικη, μπόλικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) reichlich reichlich μπόλικος μπόλικος