„μποξ“: ουδέτερο μποξ [boks]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Boxen Boxenουδέτερο | Neutrum, sächlich n μποξ μποξ exemples αγώναςαρσενικό | Maskulinum, männlich m μποξ Boxkampfαρσενικό | Maskulinum, männlich m αγώναςαρσενικό | Maskulinum, männlich m μποξ