μπελάς
[beˈlas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-άδες>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Ärgerαρσενικό | Maskulinum, männlich mμπελάςSchererei(en)θηλυκό | Femininum, weiblich f (πληθυντικός | Pluralpl)μπελάςμπελάς
- Plagegeistαρσενικό | Maskulinum, männlich mμπελάς άτομομπελάς άτομο