μπαγιάτικος
[baˈjatikos], μπαγιάτικη, μπαγιάτικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- altbackenμπαγιάτικος ψωμίμπαγιάτικος ψωμί
- abgestanden, nicht mehr frischμπαγιάτικος μπίρα περμπαγιάτικος μπίρα περ
- altμπαγιάτικος γερασμένος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφμπαγιάτικος γερασμένος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ