„μπάσταρδος“: αρσενικό μπάσταρδος [ˈbastarðos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m χυδαία | vulgärχυδ Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Hurensohn Hurensohnαρσενικό | Maskulinum, männlich m μπάσταρδος μπάσταρδος