„μούστος“: αρσενικό μούστος [ˈmustos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Most (Trauben-)Mostαρσενικό | Maskulinum, männlich m μούστος μούστος