„μοχλός“: αρσενικό μοχλός [moˈxlos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Hebel (Schalt-)Hebelαρσενικό | Maskulinum, männlich m μοχλός μοχλός