„μοχθηρός“ μοχθηρός [moxθiˈros], μοχθηρή, μοχθηρόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) boshaft boshaft μοχθηρός μοχθηρός