μουλάρι
[muˈlari]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Mauleselαρσενικό | Maskulinum, männlich mμουλάρι ζωολογία | ZoologieζωολMaultierουδέτερο | Neutrum, sächlich nμουλάρι ζωολογία | Zoologieζωολμουλάρι ζωολογία | Zoologieζωολ
- Dickkopfαρσενικό | Maskulinum, männlich mμουλάρι πεισματάρης μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφμουλάρι πεισματάρης μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ