„μουγκρίζω“: αμετάβατο ρήμα μουγκρίζω [muŋˈgrizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) brüllen, knattern brüllen μουγκρίζω μουγκρίζω knattern μουγκρίζω μοτοσυκλέτα μουγκρίζω μοτοσυκλέτα