„Μορφέας“: αρσενικό Μορφέας [morˈfeas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Morpheus Morpheusαρσενικό | Maskulinum, männlich m Μορφέας μυθολογία | Mythologieμυθ Μορφέας μυθολογία | Mythologieμυθ