„μονογονέας“: αρσενικό μονογονέας [monoɣoˈneas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Alleinerziehende Alleinerziehende(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f μονογονέας μονογονέας exemples είμαι μονογονέας alleinerziehend sein είμαι μονογονέας