„μισοψημένος“ μισοψημένος [misopsiˈmenos], μισοψημένη, μισοψημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) halb gar halb gar μισοψημένος μισοψημένος