„μικρόφωνο“: ουδέτερο μικρόφωνο [miˈkrofono]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Mikrofon, Mikro Mikrofonουδέτερο | Neutrum, sächlich n μικρόφωνο μικρόφωνο Mikroουδέτερο | Neutrum, sächlich n μικρόφωνο οικείο | umgangssprachlichοικ μικρόφωνο οικείο | umgangssprachlichοικ