μικροεπιχείρηση
[mikroepiˈçirisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Kleinbetriebαρσενικό | Maskulinum, männlich mμικροεπιχείρησημικροεπιχείρηση