„μικροαστικός“ μικροαστικός [mikroastiˈkos], μικροαστική, μικροαστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) spießig spießig μικροαστικός μικροαστικός