μηρός
[miˈros]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- (Ober-)Schenkelαρσενικό | Maskulinum, männlich mμηρός ανατομία | Anatomieανατμηρός ανατομία | Anatomieανατ
exemples
- μηριαίο οστόουδέτερο | Neutrum, sächlich nOberschenkelknochenαρσενικό | Maskulinum, männlich m