μετριάζω
[metriˈazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- μετριάζω γεν
- herabsetzen, senkenμετριάζω ελαττώνωμετριάζω ελαττώνω
- μετριάζω πόνο
- dämpfenμετριάζω ελαττώνω την ένταση, την οξύτητα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφμετριάζω ελαττώνω την ένταση, την οξύτητα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ