μεταναστεύω
[metanasˈtevo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ευσα>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- auswandern, emigrierenμεταναστεύω από τη χώραμεταναστεύω από τη χώρα
- einwandern, zuwandernμεταναστεύω σε άλλη χώραμεταναστεύω σε άλλη χώρα