μεταμοσχεύω
[metamoˈsçevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -τηκα; -μένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- transplantieren, verpflanzenμεταμοσχεύω ιατρική | Medizinιατρμεταμοσχεύω ιατρική | Medizinιατρ