„μεταμέλεια“: θηλυκό μεταμέλεια [metaˈmelia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Reue Reueθηλυκό | Femininum, weiblich f μεταμέλεια μεταμέλεια