μετακινώ
[metakjiˈno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- fortbewegenμετακινώ γενμετακινώ γεν
- versetzen, verschieben, (ver)rücken, umstellenμετακινώ τοποθετώ σε νέα θέσημετακινώ τοποθετώ σε νέα θέση