μεσημεριανός
[mesimerjaˈnos], μεσημεριανή, μεσημεριανόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- μεσημεριανή ζέστηθηλυκό | Femininum, weiblich fMittagshitzeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μεσημεριανό διάλειμμαουδέτερο | Neutrum, sächlich nMittagspauseθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μεσημεριανός ήλιοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mMittagssonneθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples