μεροληπτικός
[meroliptiˈkos], μεροληπτική, μεροληπτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- parteiischμεροληπτικόςμεροληπτικός
Nous vous remercions pour votre commentaire !