μεγαλοϊδιοκτησία
[meɣaloiðioktiˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Großgrundbesitzαρσενικό | Maskulinum, männlich mμεγαλοϊδιοκτησίαμεγαλοϊδιοκτησία