„μαστορικός“ μαστορικός [mastoriˈkos], μαστορική, μαστορικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) geschickt, gekonnt geschickt, gekonnt μαστορικός δεξιοτεχνικός μαστορικός δεξιοτεχνικός