μαρτυρικός
[martiriˈkos], μαρτυρική, μαρτυρικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- qualvollμαρτυρικόςμαρτυρικός
- Zeugen-μαρτυρικός νομικός όρος | Rechtswesenνομμαρτυρικός νομικός όρος | Rechtswesenνομ