μαλάκας
[maˈlakas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m χυδαία | vulgärχυδVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Arschlochουδέτερο | Neutrum, sächlich nμαλάκας παλιάνθρωποςμαλάκας παλιάνθρωπος
- Schwachkopfαρσενικό | Maskulinum, männlich mμαλάκας ηλίθιος χυδαία | vulgärχυδVollidiotαρσενικό | Maskulinum, männlich mμαλάκας ηλίθιος χυδαία | vulgärχυδμαλάκας ηλίθιος χυδαία | vulgärχυδ