μαθητευόμενη
[maθiteˈvomeni]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Lehrlingαρσενικό | Maskulinum, männlich mμαθητευόμενηAuszubildendeθηλυκό | Femininum, weiblich fμαθητευόμενηAzubiαρσενικό | Maskulinum, männlich mμαθητευόμενημαθητευόμενη
exemples
- μαθητευόμενη οδηγόςθηλυκό | Femininum, weiblich fFahrschülerinθηλυκό | Femininum, weiblich f