μαθεύομαι
[maˈθevome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <-εύτηκα>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- bekannt werdenμαθεύομαιμαθεύομαι
- rauskommenμαθεύομαι οικείο | umgangssprachlichοικμαθεύομαι οικείο | umgangssprachlichοικ