μαγεμένος
[majeˈmenos], μαγεμένη, μαγεμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- verwunschen, verhextμαγεμένοςμαγεμένος
- verzaubert, gebanntμαγεμένος γοητευμένοςμαγεμένος γοητευμένος
exemples
- μαγεμένο παλάτιουδέτερο | Neutrum, sächlich nZauberschlossουδέτερο | Neutrum, sächlich n