„μαέστρος“: αρσενικό μαέστρος [maˈestros]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Dirigent, Meister Dirigentαρσενικό | Maskulinum, männlich m μαέστρος μουσ μαέστρος μουσ Meisterαρσενικό | Maskulinum, männlich m μαέστρος δεξιοτέχνης μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ μαέστρος δεξιοτέχνης μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ