„μίζερος“ μίζερος [ˈmizeros], μίζερη, μίζεροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) elend, armselig, mürrisch, geizig elend, armselig μίζερος άθλιος μίζερος άθλιος mürrisch μίζερος γκρινιάρης μίζερος γκρινιάρης geizig μίζερος τσιγγούνης μίζερος τσιγγούνης