μέλι
[ˈmeli]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Honigαρσενικό | Maskulinum, männlich mμέλιμέλι
exemples
- μήναςαρσενικό | Maskulinum, männlich m του μέλιτοςFlitterwochenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl