λύπη
[ˈlipi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Kummerαρσενικό | Maskulinum, männlich mλύπη στενοχώριαλύπη στενοχώρια
- Traurigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fλύπη θλίψηLeidenουδέτερο | Neutrum, sächlich nλύπη θλίψηλύπη θλίψη
- Trauerθηλυκό | Femininum, weiblich fλύπη πένθοςλύπη πένθος
- Mitleidουδέτερο | Neutrum, sächlich nλύπηλύπη
- Bedauernουδέτερο | Neutrum, sächlich nλύπηλύπη