„λυγισμένος“ λυγισμένος [lijizˈmenos], λυγισμένη, λυγισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) verbogen verbogen λυγισμένος λυγισμένος