λογαριασμός
[loɣarjazˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Rechnungθηλυκό | Femininum, weiblich fλογαριασμός έγγραφο, δελτίολογαριασμός έγγραφο, δελτίο
- Berechnungθηλυκό | Femininum, weiblich fλογαριασμός αριθμητική πράξηλογαριασμός αριθμητική πράξη
- Accountουδέτερο | Neutrum, sächlich nλογαριασμός ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υλογαριασμός ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
- Rechenschaftθηλυκό | Femininum, weiblich fλογαριασμός λογοδοσίαλογαριασμός λογοδοσία
exemples
- τραπεζικός λογαριασμόςBankkontoουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- απόσπασμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n λογαριασμούKontoauszugαρσενικό | Maskulinum, männlich m
-
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples