„λιπώδης“ λιπώδης [liˈpoðis], λιπώδης, λιπώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) talgig talgig λιπώδης λιπώδης exemples λιπώδες ήπαρουδέτερο | Neutrum, sächlich n Fettleberθηλυκό | Femininum, weiblich f λιπώδες ήπαρουδέτερο | Neutrum, sächlich n λιπώδης ιστόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Fettgewebeουδέτερο | Neutrum, sächlich n λιπώδης ιστόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m