λιπαρός
[lipaˈros], λιπαρή, λιπαρόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- fettigλιπαρός μαλλιά, δέρμαλιπαρός μαλλιά, δέρμα
- fetthaltigλιπαρός κρέμαλιπαρός κρέμα